- κοτυληδόνα
- (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους και ερείπια: η κ. η πριονόφυλλη, η κ. η χλωρανθής, η κ. η μικρανθής, η κ. η κίτρινη, η κ. η οριζόντια, η κ. η κρεμανθής και η κ. η διάμεση. Χαρακτηριστικό είδος αποτελεί η κ. η κίτρινη· πρόκειται για πολυετή σαρκώδη πόα, με σαρκώδη, στρογγυλά και έμμισχα φύλλα που φέρουν ομφαλό στο κέντρο και μοιάζουν με μικρά πιάτα. Τα κίτρινα άνθη σχηματίζουν αραιό βότρυ και κρέμονται όλα από την ίδια πλευρά του ανθοφόρου στελέχους, ύψους περίπου 10 εκ. Έχουν συμπέταλη, σωληνοειδή στεφάνη, πάνω στην οποία στηρίζονται οι στήμονες. Αυτοφύεται στους ορεινούς βράχους και σε ερείπια σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, ενώ είναι γνωστή με τις ονομασίες χελωνοβότανο, της παπαδιάς το αφτί, του παπά το αφτί.
Κοτυληδόνα η κίτρινη ή χελωνοβότανο, σαρκώδης πόα της οικογένειας των κρασουλιδών, που αυτοφύεται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, σε βράχους και ερείπια.
* * *η (ΑM κοτυληδών, -όνος)το κοίλο απομυζητικό φυμάτιο διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με το οποίο αυτά συγκρατούνται σε διάφορα αντικείμενα και συλλαμβάνουν τη λεία τους, η κοτύλη, η βυζάχτρα, η βεντούζα («ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν αἱ κοτυληδόνες ἅπασίν εἰσιν», Αριστοτ.)νεοελλ.1. βοτ. το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα τού νεαρού φυταρίου, η κοτύλη2. ανατ. καθεμιά από τις 25 έως 30 λειτουργικές μονάδες που αποτελούν τον πλακούντααρχ.1. κάθε κοίλο πράγμα2. κοιλότητα («ἐκθλίψαντα πορεῑν κυάθου κοτυληδόνα πλήρη», Νίκ.)3. η κλείδωση («τὸ δέ, ἐν ᾧ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών», Αριστοτ.)4. ο μεταξύ εμβρύου και μητέρας αγγειακός σύνδεσμος5. είδος φυτού, η ομφαλοβοτάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -δών, -δόνος (πρβλ. αλγη-δών, μυρμη-δών)].
Dictionary of Greek. 2013.